ηλιόκρουγμα

ηλιόκρουγμα
και λιόκρουγμα και λιόκρουμα, το
1. η ανατολή τού ήλιου
2. ο ίκτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1 < ηλιο-* + κρούω «χτυπώ» (εδώ το ρ. κρούω έχει την ειδικότερη σημ. ότι ο ήλιος χτυπά με τις ακτίνες του τη δύουσα σελήνη)
με τη σημ. 2 < ηλιοκρούζομαι *].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • λιόκρουγμα — και λιόκρουμα και λιόκρουσμα, το βλ. ηλιόκρουγμα …   Dictionary of Greek

  • φεγγάριασμα — το, ατος 1. η κακή επίδραση του φεγγαριού. 2. η ασθένεια ίκτερος, που, όπως πιστεύεται, προκαλείται από την κακή επίδραση του φεγγαριού, το ηλιόκρουγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”